πλαγιοφυλάκων — πλαγιοφύλαξ guarding the flanks masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιοφύλακας — πλαγιοφύλαξ guarding the flanks masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιοφύλακες — πλαγιοφύλαξ guarding the flanks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιοφύλαξι — πλαγιοφύλαξ guarding the flanks masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιοφύλαξιν — πλαγιοφύλαξ guarding the flanks masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
πλαγιοφύλακας — ο / πλαγιοφύλαξ, ακος, ΝΑ στρατιώτης που κατά τη διάρκεια μάχης φυλάσσει τα πλάγια τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φύλαξ /φύλακας] … Dictionary of Greek
πλαγυφύλαξ — ακος, ὁ, Α στον πληθ. οἱ πλαγυφύλακες οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή πρόκειται για διάφορη γρφ. τής λ. πλαγιοφύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek